δοξοματαιόσοφος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source
(4)
(1ab)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δοξομᾰταιόσοφος:''' -ον, αυτός που φαντάζεται ότι θα μπορούσε να είναι [[φιλόσοφος]], [[ψευδοφιλόσοφος]], [[δοκησίσοφος]], [[μωρόσοφος]], [[κενόσοφος]], κατά [[φαντασία]] [[σοφός]], σε Ανθ.
|lsmtext='''δοξομᾰταιόσοφος:''' -ον, αυτός που φαντάζεται ότι θα μπορούσε να είναι [[φιλόσοφος]], [[ψευδοφιλόσοφος]], [[δοκησίσοφος]], [[μωρόσοφος]], [[κενόσοφος]], κατά [[φαντασία]] [[σοφός]], σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δοξο-μᾰταιό-σοφος, ον <i>adj</i><br />a would-be [[philosopher]], Anth.
}}
}}

Revision as of 21:05, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοξομᾰταιόσοφος Medium diacritics: δοξοματαιόσοφος Low diacritics: δοξοματαιόσοφος Capitals: ΔΟΞΟΜΑΤΑΙΟΣΟΦΟΣ
Transliteration A: doxomataiósophos Transliteration B: doxomataiosophos Transliteration C: doksomataiosofos Beta Code: docomataio/sofos

English (LSJ)

ον,

   A would-be philosopher, Epigr. ap. Hegesand. 1.

German (Pape)

[Seite 657] von eitlem Weisheitsdünkel, Philosophen, Ep. ad. 110 (App. 288).

Greek (Liddell-Scott)

δοξομᾰταιόσοφος: -ον, ὁ φανταζόμενος ἑαυτὸν σοφόν, Ἀνθ. Π. παραρτ. 288.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
philosophe infatué de son mérite.
Étymologie: δόξα, μάταιος, σοφός.

Spanish (DGE)

(δοξομᾰταιόσοφος) -ον
que cree fatua y vanamente ser sabio, Epigr.Adesp.FGE 1757.

Greek Monotonic

δοξομᾰταιόσοφος: -ον, αυτός που φαντάζεται ότι θα μπορούσε να είναι φιλόσοφος, ψευδοφιλόσοφος, δοκησίσοφος, μωρόσοφος, κενόσοφος, κατά φαντασία σοφός, σε Ανθ.

Middle Liddell

δοξο-μᾰταιό-σοφος, ον adj
a would-be philosopher, Anth.