δολιχεύω: Difference between revisions
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
(1b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δολιχεύω:''' Anth. = [[δολιχοδρομέω]]. | |elrutext='''δολιχεύω:''' Anth. = [[δολιχοδρομέω]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=δολῐχεύω, fut. -σω = [[δολιχοδρομέω]], Anth.] | |||
}} | }} |
Revision as of 21:15, 9 January 2019
English (LSJ)
A = δολιχοδρομέω, AP11.82 (Nicarch.): generally, δρόμον δ. go through a long course, Ph.1.331; δ. τὴν φύσιν prolong its existence, ib.9; δ. πολλοὺς πλοῦς Ael.Fr.71.
German (Pape)
[Seite 654] = δολιχοδρομέω; Nicarch. 13 (XI, 82); δρόμον Philo; dah. überte., πολλοὺς πλοῦς, viele lange Seefahrten hin u. her machen, Ael. bei Suid.
Greek (Liddell-Scott)
δολῐχεύω: δολιχοδρομέω, Ἀνθ. Π. 11. 82· καθόλου, δρόμον δ., διανύω δρόμον μακρόν, Φίλων 1. 331· δ. τὴν φύσιν, αὐτόθι 9.
Spanish (DGE)
(δολῐχεύω) 1 correr el δόλιχος o carrera de larga distancia ἐν Ἀρκαδίᾳ δολιχεύων AP 11.82 (Nicarch.)
•fig. c. ac. int. recorrer (θεὸς) δολιχεύει τὸν τῆς φύσεως δρόμον Ph.1.331, cf. 1.9, δολιχεύσας πολλοὺς ... πλοῦς habiendo realizado largas y numerosas navegaciones Ael.Fr.74a, βίοτον πτηνὸν δολίχευσα φόβοισι φιλάνδροις recorrí la fugaz carrera de la vida en el respeto a mi marido, SEG 35.1427.5 (Side III d.C.).
2 extenderse, ser largo de las tibias de los perros de caza ἐχέτω ... τὰ κῶλα ὀρθὰ τετανὰ δολιχεύοντα Eutecnius C.Par.16.2.
Greek Monolingual
δολιχεύω (AM) δόλιχος
1. δολιχοδρομώ
2. διανύω μεγάλο διάστημα, πηγαίνω μακριά.
Greek Monotonic
δολῐχεύω: μέλ. -σω, = δολιχοδρομέω, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
δολιχεύω: Anth. = δολιχοδρομέω.
Middle Liddell
δολῐχεύω, fut. -σω = δολιχοδρομέω, Anth.]