ἐναιμήεις: Difference between revisions
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
(2) |
(1ab) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐναιμήεις:''' ήεσσα, ῆεν напитавшийся кровью или окровавленный (κέντρα μύωπος Anth.). | |elrutext='''ἐναιμήεις:''' ήεσσα, ῆεν напитавшийся кровью или окровавленный (κέντρα μύωπος Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἐν-αιμήεις, εσσα, εν <i>adj</i> = [[ἔναιμος]], Anth.] | |||
}} | }} |
Revision as of 21:50, 9 January 2019
English (LSJ)
εσσα, εν, = sq.,
A κέντρα μύωπος AP6.233 (Maec.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐναιμήεις: εσσα, εν, = τῷ ἑπόμ., Ἀνθ. Π. 6. 233.
Spanish (DGE)
-εσσα, -εν
ensangrentado κέντρα τ' ἐναιμήεντα διωξίπποιο μύωπος AP 6.233 (Maec.).
Greek Monolingual
ἐναιμήεις, -εσσα, -εν (Α)
αυτός που έχει μέσα του αίμα, ο γεμάτος με αίμα.
Greek Monotonic
ἐναιμήεις: -εσσα, -εν, = το επόμ., σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐναιμήεις: ήεσσα, ῆεν напитавшийся кровью или окровавленный (κέντρα μύωπος Anth.).
Middle Liddell
ἐν-αιμήεις, εσσα, εν adj = ἔναιμος, Anth.]