ἐξωτέρω: Difference between revisions

From LSJ

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178
(2)
(1ab)
Line 21: Line 21:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐξωτέρω:''' adv. compar. к [[ἔξω]] II: ἐ. ἀποκάμπτειν τοῦ τέρματος Arst. обогнуть конечный столб (на ристалище) довольно широким кругом.
|elrutext='''ἐξωτέρω:''' adv. compar. к [[ἔξω]] II: ἐ. ἀποκάμπτειν τοῦ τέρματος Arst. обогнуть конечный столб (на ристалище) довольно широким кругом.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[comp. of ἔξω]<br />[[more]] [[outside]], c. gen., Aesch.
}}
}}

Revision as of 22:05, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξωτέρω Medium diacritics: ἐξωτέρω Low diacritics: εξωτέρω Capitals: ΕΞΩΤΕΡΩ
Transliteration A: exōtérō Transliteration B: exōterō Transliteration C: eksotero Beta Code: e)cwte/rw

English (LSJ)

Adv., Comp. of ἔξω,

   A more outside, δρόμου ἐ. A.Ch.1023, cf. Arist.Metaph.1055a25, LXXJb.18.17, etc.:—hence later, Adj. ἐξώτερος, outer, LXXEx.26.4, etc., Ev.Matt.8.12; ξυστός POxy.896.14 (iv A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξωτέρω: Ἐπίρρ. συγκρ. τοῦ ἔξω, πλέον ἔξω, ἡνιοστρόφου δρόμου ἐξωτέρω Αἰσχύλ. Χο. 1023· ὡσαύτως ἐν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 4, 5: - Ἐντεῦθεν ἐπίθ. ἐξώτερος, α, ον, ὁ πλέον ἔξω ὤν, τῆς αὐλαίας τῆς ἐξωτέρας Ἑβδ. (Ἔξοδ. κϛʹ, 4)· σκότος τὸ ἐξώτερον, τὸ σκότος τὸ ἔξω τῶν ὁρίων τῶν καταλαμπομένων ὑπὸ τοῦ θείου φωτὸς βασιλείων τοῦ Χριστοῦ, Εὐαγγ. κ. Ματθ. η΄, 12, κβ΄, 3, κδ΄, 307· «σκότος δὲ τὸ ἐξώτερον, τόπος ἐστὶ κολάσεως χαλεπωτάτης» Εὐθ. Ζυγαβηνοῦ Ἑρμην., κτλ., τ. 1. σ. 153, ἔκδ. Φαρμακίδου. - Ἐπίρρ. ἐξωτέρως, ἐξωτερικῶς, Μακάριος 484Β.

French (Bailly abrégé)

v. ἔξω.

Greek Monotonic

ἐξωτέρω: επίρρ., συγκρ. του ἔξω, πιο έξω, περισσότερο έξω, με γεν., σε Αισχύλ.· από όπου επίθ., ἐξώτερος, εξωτερικός, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἐξωτέρω: adv. compar. к ἔξω II: ἐ. ἀποκάμπτειν τοῦ τέρματος Arst. обогнуть конечный столб (на ристалище) довольно широким кругом.

Middle Liddell

[comp. of ἔξω]
more outside, c. gen., Aesch.