ἐριστάφυλος: Difference between revisions
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
(2) |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐριστάφῠλος:''' <b class="num">1)</b> добываемый из крупных гроздьев ([[οἶνος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> богатый виноградными гроздьями ([[Βάκχος]] Anth.). | |elrutext='''ἐριστάφῠλος:''' <b class="num">1)</b> добываемый из крупных гроздьев ([[οἶνος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> богатый виноградными гроздьями ([[Βάκχος]] Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἐρι-]]στάφῠλος, ον [στᾰφῠλή]<br /><b class="num">I.</b> of [[wine]], made of [[fine]] grapes, Od.<br /><b class="num">II.</b> [[rich]] in grapes, of [[Bacchus]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:30, 9 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ], ον, of wine,
A made of fine grapes, Od.9.111,358. II rich in grapes, of Lesbos, Archestr.Fr.56.9 ; of Bacchus, AP9.580.6, Nonn.D.12.251.
German (Pape)
[Seite 1031] groß-, reichtraubig, οἶνος, Od. 9, 111. 358; Λέσβος, das traubenreiche, Archestr. bei Ath. II, 92 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἐριστάφυλος: -ον, ὡς ἐπίθετον τοῦ οἴνου, ἄμπελοι αἵ τε φέρουσιν οἶνον ἐριστάφυλον, «ἐκ τελείου καρποῦ τῆς σταφυλῆς γινόμενον» (Σχολ.), ἢ ἀπὸ μεγάλων σταφυλῶν, Ὀδ. Ι. 111, 358. ΙΙΙ. πλούσιος εἰς σταφυλάς, ἐπὶ τῆς Λέσβου, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 92Ε. ὡς ἐπίθ. τοῦ Βάκχου Ἀνθ. Π. 9. 580. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐριστάφυλον· καλλιστάφυλον· πολύν. ἢ τὸν ἐξ εὐγενοῦς σταφυλῆς ἢ μεγάλης».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fait avec de grosses grappes de raisin.
Étymologie: ἐρι-, σταφυλή.
English (Autenrieth)
(σταφυλή): largeclustered, οἶνος, Od. 9.111, 358.
Greek Monolingual
ἐριστάφυλος, -ον (Α)
1. (για κρασί) αυτός που είναι παρασκευασμένος από μεγάλα, ωραία σταφύλια
2. (για τόπο) αυτός που είναι πλούσιος σε σταφύλια
3. επίθ. του Διονύσου («ἐρισταφύλῳ Βάκχῳ», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + σταφυλή.
Greek Monotonic
ἐριστάφῠλος: -ον (στᾰφῠλή)·,
I. λέγεται για το κρασί, φτιαγμένος από διαλεχτά σταφύλια, σε Ομήρ. Οδ.
II. πλούσιος, άφθονος σε σταφύλια, λέγεται για τον Βάκχο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐριστάφῠλος: 1) добываемый из крупных гроздьев (οἶνος Hom.);
2) богатый виноградными гроздьями (Βάκχος Anth.).
Middle Liddell
ἐρι-στάφῠλος, ον [στᾰφῠλή]
I. of wine, made of fine grapes, Od.
II. rich in grapes, of Bacchus, Anth.