ἑρμογλύφος: Difference between revisions

From LSJ

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526
(2)
(1ab)
Line 16: Line 16:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἑρμογλύφος:''' ὁ Luc. = [[ἑρμογλυφεύς]].
|elrutext='''ἑρμογλύφος:''' ὁ Luc. = [[ἑρμογλυφεύς]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἑρμο-γλύφος, ὁ, = [[ἑρμογλυφεύς]], Luc.]
}}
}}

Revision as of 22:40, 9 January 2019

German (Pape)

[Seite 1033] ὁ, der Bildhauer, = ἑρμογλυφεύς, Luc. somn. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἑρμογλύφος: ὁ, = ἑρμογλυφεύς, ἄριστος ἑρμογλύφος εἶναι δοκῶν Λουκ. Ἐνυπν. 2.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. ἑρμογλυφεύς.

Greek Monolingual

ο (AM ἑρμογλύφος, Α και ἑρμογλυφεύς)
γλύπτης, αγαλματοποιός
αρχ.
γλύπτης ερμών (μικρών αγαλμάτων του θεού Ερμή).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ερμής + γλυφός (< γλύφω)
πρβλ. λιθο-γλύφος, ξυλο-γλύφος].

Greek Monotonic

ἑρμογλύφος: ὁ, = ἑρμογλυφεύς, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἑρμογλύφος: ὁ Luc. = ἑρμογλυφεύς.

Middle Liddell

ἑρμο-γλύφος, ὁ, = ἑρμογλυφεύς, Luc.]