ἑρμογλύφος: Difference between revisions
From LSJ
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
(2) |
(1ab) |
||
Line 16: | Line 16: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἑρμογλύφος:''' ὁ Luc. = [[ἑρμογλυφεύς]]. | |elrutext='''ἑρμογλύφος:''' ὁ Luc. = [[ἑρμογλυφεύς]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἑρμο-γλύφος, ὁ, = [[ἑρμογλυφεύς]], Luc.] | |||
}} | }} |
Revision as of 22:40, 9 January 2019
German (Pape)
[Seite 1033] ὁ, der Bildhauer, = ἑρμογλυφεύς, Luc. somn. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἑρμογλύφος: ὁ, = ἑρμογλυφεύς, ἄριστος ἑρμογλύφος εἶναι δοκῶν Λουκ. Ἐνυπν. 2.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. ἑρμογλυφεύς.
Greek Monolingual
ο (AM ἑρμογλύφος, Α και ἑρμογλυφεύς)
γλύπτης, αγαλματοποιός
αρχ.
γλύπτης ερμών (μικρών αγαλμάτων του θεού Ερμή).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ερμής + γλυφός (< γλύφω)
πρβλ. λιθο-γλύφος, ξυλο-γλύφος].
Greek Monotonic
ἑρμογλύφος: ὁ, = ἑρμογλυφεύς, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἑρμογλύφος: ὁ Luc. = ἑρμογλυφεύς.
Middle Liddell
ἑρμο-γλύφος, ὁ, = ἑρμογλυφεύς, Luc.]