ἐχετλήεις: Difference between revisions
οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐχετλήεις:''' ήεσσα, ῆεν adj. прикрепляющий рукоять (к плугу) ([[γόμφος]] Anth.). | |elrutext='''ἐχετλήεις:''' ήεσσα, ῆεν adj. прикрепляющий рукоять (к плугу) ([[γόμφος]] Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἐχετλήεις]], εσσα, εν<br />of or belonging to a ploughhandle, Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:55, 9 January 2019
English (LSJ)
εσσα, εν,
A of an ἐχέτλη, γόμφος AP6.41 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 1124] γόμφος, ὁ, Nagel am Pflugsterz, dieser selbst, Agath. 30 (VI, 41).
Greek (Liddell-Scott)
ἐχετλήεις: εσσα, εν, ἀνήκων εἰς ἐχέτλην, ἐχετλήεντά τε γόμφον Ἀνθ. Π. 6. 41.
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν;
qui concerne le manche de charrue.
Étymologie: ἐχέτλη.
Greek Monolingual
ἐχετλήεις, -εσσα, -εν (Α) εχέτλη
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εχέτλη («ἐχετλήεντά τε γόμφον», Ανθ. Παλ.).
Greek Monotonic
ἐχετλήεις: -εσσα, -εν, αυτός που ανήκει σε λαβή αρότρου, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐχετλήεις: ήεσσα, ῆεν adj. прикрепляющий рукоять (к плугу) (γόμφος Anth.).
Middle Liddell
ἐχετλήεις, εσσα, εν
of or belonging to a ploughhandle, Anth.