θηρόθυμος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
(4)
(1ab)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θηρόθῡμος:''' -ον, αυτός που έχει άγριο [[πνεύμα]], [[θηριώδης]], σε Ανθ. Π.
|lsmtext='''θηρόθῡμος:''' -ον, αυτός που έχει άγριο [[πνεύμα]], [[θηριώδης]], σε Ανθ. Π.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θηρό-θῡμος, ον<br />with [[brutal]] [[mind]], [[brutal]], Anth.
}}
}}

Revision as of 23:20, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηρόθῡμος Medium diacritics: θηρόθυμος Low diacritics: θηρόθυμος Capitals: ΘΗΡΟΘΥΜΟΣ
Transliteration A: thēróthymos Transliteration B: thērothymos Transliteration C: thirothymos Beta Code: qhro/qumos

English (LSJ)

ον,

   A with brutal mind, brutal, APl.3.25 (Phil.).

Greek (Liddell-Scott)

θηρόθῡμος: -ον, ἔχων ψυχὴν θηρίου, θηριώδης, Ἀνθ. Πλαν. 3. 25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux sentiments farouches.
Étymologie: θήρ, θυμός.

Greek Monolingual

θηρόθυμος, -ον (Α)
αυτός που έχει ψυχή θηρίου, θηριώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο)- + -θυμος (< θυμός), πρβλ. δύσ-θυμος, οξύ-θυμος].

Greek Monotonic

θηρόθῡμος: -ον, αυτός που έχει άγριο πνεύμα, θηριώδης, σε Ανθ. Π.

Middle Liddell

θηρό-θῡμος, ον
with brutal mind, brutal, Anth.