θηρόθυμος: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
(4) |
(1ab) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θηρόθῡμος:''' -ον, αυτός που έχει άγριο [[πνεύμα]], [[θηριώδης]], σε Ανθ. Π. | |lsmtext='''θηρόθῡμος:''' -ον, αυτός που έχει άγριο [[πνεύμα]], [[θηριώδης]], σε Ανθ. Π. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=θηρό-θῡμος, ον<br />with [[brutal]] [[mind]], [[brutal]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:20, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A with brutal mind, brutal, APl.3.25 (Phil.).
Greek (Liddell-Scott)
θηρόθῡμος: -ον, ἔχων ψυχὴν θηρίου, θηριώδης, Ἀνθ. Πλαν. 3. 25.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux sentiments farouches.
Étymologie: θήρ, θυμός.
Greek Monolingual
θηρόθυμος, -ον (Α)
αυτός που έχει ψυχή θηρίου, θηριώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο)- + -θυμος (< θυμός), πρβλ. δύσ-θυμος, οξύ-θυμος].
Greek Monotonic
θηρόθῡμος: -ον, αυτός που έχει άγριο πνεύμα, θηριώδης, σε Ανθ. Π.