θρηνητικός: Difference between revisions

From LSJ

εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war

Source
(2b)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''θρηνητικός:''' склонный к жалобам, к сетованию, легко предающийся скорби Arst.
|elrutext='''θρηνητικός:''' склонный к жалобам, к сетованию, легко предающийся скорби Arst.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[θρηνητικός]], ή, όν [[θρηνέω]]<br />[[querulous]], Arist.
}}
}}

Revision as of 23:20, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρηνητικός Medium diacritics: θρηνητικός Low diacritics: θρηνητικός Capitals: ΘΡΗΝΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: thrēnētikós Transliteration B: thrēnētikos Transliteration C: thrinitikos Beta Code: qrhnhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A inclined to lament, querulous, Arist.EN1171b10.    2 of or for a dirge, αὔλημα, μόναυλος, Poll.4.73,75; τὸ θ. matter for lament, Plu. 2.623a. Adv. -κῶς Poll.6.202.

German (Pape)

[Seite 1217] zum Wehklagen geneigt; Arist. Eth. 9, 11; αὐλός, αὔλημα, Poll. 4, 73. 75; τὸ θρηνητικόν, das Klägliche, Plut. Symp. 1, 5, 2. – Adv., Poll. 6, 202.

Greek (Liddell-Scott)

θρηνητικός: -ή, -όν, ἔχων κλίσιν πρὸς τὸ θρηνεῖν, ἀγαπῶν νὰ θρηνῇ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 11. 4. 2) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς θρῆνον, αὔλημα, αὐλὸς Πολυδ. Δ΄, 73, 75· τὸ θρ., ὕλη πρὸς θρῆνον, Πλούτ. 2. 623Α. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Ζ΄, 902.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 porté à se lamenter;
2 propre aux lamentations ; τὸ θρηνητικόν PLUT chant plaintif.
Étymologie: θρηνέω.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ θρηνητικός, -ή, -όν) θρηνητής
1. επιρρεπής στον θρήνο, αυτός που ανακουφίζεται με τον θρήνο
2. πένθιμος, θλιβερός, λυπητερός
αρχ.
1. κατάλληλος για θρήνο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θρηνητικόν
αιτία για θρήνο.
επίρρ...
θρηνητικώς και -ά (ΑΜ θρηνητικῶς)
με θρηνητικό τρόπο.

Greek Monotonic

θρηνητικός: -ή, -όν (θρηνέω), παραπονιάρης, κλαψιάρης, θρηνητικός, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

θρηνητικός: склонный к жалобам, к сетованию, легко предающийся скорби Arst.

Middle Liddell

θρηνητικός, ή, όν θρηνέω
querulous, Arist.