θοινατικός: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'

Menander, Monostichoi, 75
(2b)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''θοινᾱτικός:''' пиршественный, обеденный (ὄργανα Xen.).
|elrutext='''θοινᾱτικός:''' пиршественный, обеденный (ὄργανα Xen.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θοινᾱτικός, ή, όν<br />of or for a [[feast]], Xen. [from [[θοινάω]]
}}
}}

Revision as of 23:25, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θοινᾱτικός Medium diacritics: θοινατικός Low diacritics: θοινατικός Capitals: ΘΟΙΝΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: thoinatikós Transliteration B: thoinatikos Transliteration C: thoinatikos Beta Code: qoinatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for a feast, X.Oec.9.7 (v.l. -ητικός).

German (Pape)

[Seite 1213] zum Schmause gehörig, ὄργανα Xen. Oec. 9, 7.

Greek (Liddell-Scott)

θοινατικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς συμπόσιον, Ξεν. Οἰκ. 9. 7.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne les festins, de festin.
Étymologie: θοίνη.

Greek Monolingual

θοινατικός, -ή, -όν (Α) θοινώ
αυτός που ανήκει ή αρμόζει στο συμπόσιο («θοινατικά ὄργανα», Ξεν.).

Greek Monotonic

θοινᾱτικός: -ή, -όν, αυτός που χαρακτηρίζει ή αναφέρεται σε συμπόσιο, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

θοινᾱτικός: пиршественный, обеденный (ὄργανα Xen.).

Middle Liddell

θοινᾱτικός, ή, όν
of or for a feast, Xen. [from θοινάω