πολυχρώματος: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πολυχρώμᾰτος:''' Plat. = [[πολύχροος]]. | |elrutext='''πολυχρώμᾰτος:''' Plat. = [[πολύχροος]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=πολυχρώμᾰτος, ον, = [[πολύχροος]], Strab.] | |||
}} | }} |
Revision as of 00:00, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A = πολύχροος, Pl. ap. Poll.4.48, Str. 15.1.22, Ph.1.383.
German (Pape)
[Seite 677] = πολύχροος, Strab. XV.
Greek (Liddell-Scott)
πολυχρώμᾰτος: -ον, = πολύχροος, Πλάτων παρὰ Πολυδ. Δ΄, 48, Στράβ. 694.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολυχρώματος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει πολλά χρώματα, πολύχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χρώματος (< χρώμα, -ατος), πρβλ. λευκο-χρώματος].
Greek Monotonic
πολυχρώμᾰτος: -ον, = πολύχροος, σε Στράβ.
Russian (Dvoretsky)
πολυχρώμᾰτος: Plat. = πολύχροος.
Middle Liddell
πολυχρώμᾰτος, ον, = πολύχροος, Strab.]