προσβραχής: Difference between revisions
From LSJ
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
(6) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσβρᾰχής:''' -ές ([[βράχος]]), κάπως [[ρηχός]], σε Στράβ. | |lsmtext='''προσβρᾰχής:''' -ές ([[βράχος]]), κάπως [[ρηχός]], σε Στράβ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=προσ-βρᾰχής, ές [[βράχος]]<br />[[somewhat]] [[shallow]], Strab. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:25, 10 January 2019
English (LSJ)
ές,
A somewhat shallow, Str.6.3.6, al.
German (Pape)
[Seite 754] ές, richtigere Lesart statt προβραχής, etwas seicht, Strab. 6, 3, 6, auch 5, 4, 5; vgl. Lob. Phryn. 540.
Greek (Liddell-Scott)
προσβρᾰχής: -ές, κἄπως «ῥηχός», Στράβ. 244 (ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις ἡμαρτημένως προβρ-), 282, 308· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 540.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
peu profond ; guéable.
Étymologie: πρός, βράχος².
Greek Monolingual
-ές, Α
κάπως ρηχός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + βραχύς, κατά τα επίθ. σε -ής].
Greek Monotonic
προσβρᾰχής: -ές (βράχος), κάπως ρηχός, σε Στράβ.