προσπεριλαμβάνω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''προσπεριλαμβάνω:''' сверх того охватывать, также включать (νόμους Dem.; τι τῷ νῷ Polyb.): π. τινὰ ἐν ταῖς συνθήκαις Polyb. включать кого-л. в договор.
|elrutext='''προσπεριλαμβάνω:''' сверх того охватывать, также включать (νόμους Dem.; τι τῷ νῷ Polyb.): π. τινὰ ἐν ταῖς συνθήκαις Polyb. включать кого-л. в договор.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=to [[embrace]] [[besides]], Dem.
}}
}}

Revision as of 00:40, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσπεριλαμβάνω Medium diacritics: προσπεριλαμβάνω Low diacritics: προσπεριλαμβάνω Capitals: ΠΡΟΣΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: prosperilambánō Transliteration B: prosperilambanō Transliteration C: prosperilamvano Beta Code: prosperilamba/nw

English (LSJ)

   A embrace or include besides, D.24.44, al., Ph.1.1 (v.l.), Antyll. ap. Orib.44.23.13; π. τινὰ ταῖς συνθήκαις Plb.3.24.1; π. τι τῷ νῷ Id.5.32.3.

German (Pape)

[Seite 777] (s. λαμβάνω), noch dazu, zugleich, mit umfassen; νόμους, Dem. 24, 83; χρόνον ἀόριστον τὸν παρεληλυθότα, 44, vgl. 209; τῷ νῷ, Pol. 5, 32, 3; τινὰ ἐν ταῖς συνθήκαις, 3, 24, 1; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

προσπεριλαμβάνω: περιλαμβάνω προσέτι, Δημ. 714. 24, 726 ἐν τέλ., 765. 2˙ πρ. τινὰ ταῖς συνθήκαις Πολύβ. 3. 24, 1˙ πρ. τι τῷ νῷ ὁ αὐτ. 5. 32, 3.

French (Bailly abrégé)

embrasser en outre ou en même temps.
Étymologie: πρός, περιλαμβάνω.

Greek Monolingual

Α περιλαμβάνω
συμπεριλαμβάνω κάποιον ή κάτι ακόμη («ἑτέρας ποιοῡνται συνθήκας, ἐν αἷς προσπεριειλήφασι Καρχηδόνιοι Τυρίους», Πολ.).

Greek Monotonic

προσπεριλαμβάνω: περιλαμβάνω, συμπεριλαμβάνω επιπλέον, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

προσπεριλαμβάνω: сверх того охватывать, также включать (νόμους Dem.; τι τῷ νῷ Polyb.): π. τινὰ ἐν ταῖς συνθήκαις Polyb. включать кого-л. в договор.

Middle Liddell

to embrace besides, Dem.