πυραγρέτης: Difference between revisions
From LSJ
Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit
(4) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πῠραγρέτης:''' ου adj. m досл. служащий для извлечения из огня: π. [[καρκίνος]] Anth. = [[πυράγρα]]. | |elrutext='''πῠραγρέτης:''' ου adj. m досл. служащий для извлечения из огня: π. [[καρκίνος]] Anth. = [[πυράγρα]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=πῠραγρέτης, ου, ὁ, [from πῠράγρα]<br />serving for tongues, Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:45, 10 January 2019
English (LSJ)
καρκίνος,= πυράγρα, AP6.92 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 819] ὁ, καρκίνος, = πυράγρα, Philp. 16 (VI, 92).
Greek Monolingual
ὁ, Α
(ενν. καρκίνος) η πυράγρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + ἀγρέτης (< θ. αγρε- του ἀγρῶ / -έω), πρβλ. θηρ-αγρέτης].
Greek Monotonic
πῠραγρέτης: -ου, ὁ, αυτός που προσέχει τις γλώσσες της φωτιάς, μασιά, τσιμπίδα, λαβίδα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πῠραγρέτης: ου adj. m досл. служащий для извлечения из огня: π. καρκίνος Anth. = πυράγρα.
Middle Liddell
πῠραγρέτης, ου, ὁ, [from πῠράγρα]
serving for tongues, Anth.