πυραγρέτης
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
καρκίνος, = πυράγρα, AP6.92 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 819] ὁ, καρκίνος, = πυράγρα, Philp. 16 (VI, 92).
Greek Monolingual
ὁ, Α
(ενν. καρκίνος) η πυράγρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + ἀγρέτης (< θ. αγρε- του ἀγρῶ / -έω), πρβλ. θηραγρέτης].
Greek Monotonic
πῠραγρέτης: -ου, ὁ, αυτός που προσέχει τις γλώσσες της φωτιάς, μασιά, τσιμπίδα, λαβίδα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πῠραγρέτης: ου adj. m досл. служащий для извлечения из огня: π. καρκίνος Anth. = πυράγρα.
Middle Liddell
πῠραγρέτης, ου, ὁ, [from πῠράγρα]
serving for tongues, Anth.