Ρᾶρος: Difference between revisions
Ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → Sleep is a terrible evil for humans → Magnum est malum somniculose vivere → Furchtbar setzt er Schlaf den Menschen zu
(6_19) |
(1b) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Ρᾶρος''': -ου, ὁ, ([[μετὰ]] ψιλοῦ πνεύματος), πατὴρ τοῦ Τριπτολέμου, Παυσ. 1. 14., 3, Ἡσύχ., Φώτ.· παρὰ Φωτίῳ Ῥάρ, ἴδε Λοβ. Παραλ. 74· - τὸ ’Ράριον [[πεδίον]], τὸ ἀνῆκον εἰς τὸν ’Ρᾶρον, [[ὅπου]] κατὰ πρῶτον ἐκαλλιεργήθη ἡ γῆ καὶ [[ὅπερ]] ἦν ἱερὸν τῆς Δήμητρος, Παυσ. 1. 38, 6, Στέφ. Β. (καὶ [[ἄνευ]] τοῦ [[πεδίον]]) ’Ράριον, τό, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 450· [[ὅθεν]] καὶ ἡ θεὰ αὐτὴ ἐκαλεῖτο ’Ραριάς, ἡ, Στέφ. Β. [Τὸ α [[εἶναι]] [[μακρόν]], Ὁμ. Ὕμν. ἔνθ’ ἀνωτέρ., [[ὥστε]] ὁ τονισμὸς πρέπει νὰ [[εἶναι]] ’[[Ρᾶρος]], οὐχὶ ’Ράρος, ὡς ἐν τοῖς πλείστοις τῶν Ἀντιγράφων. - Περὶ τοῦ ψιλοῦ πνευματισμοῦ ἴδε Ἀρκάδ. 200. 21, Χοιροβ. 905. 3]. | |lstext='''Ρᾶρος''': -ου, ὁ, ([[μετὰ]] ψιλοῦ πνεύματος), πατὴρ τοῦ Τριπτολέμου, Παυσ. 1. 14., 3, Ἡσύχ., Φώτ.· παρὰ Φωτίῳ Ῥάρ, ἴδε Λοβ. Παραλ. 74· - τὸ ’Ράριον [[πεδίον]], τὸ ἀνῆκον εἰς τὸν ’Ρᾶρον, [[ὅπου]] κατὰ πρῶτον ἐκαλλιεργήθη ἡ γῆ καὶ [[ὅπερ]] ἦν ἱερὸν τῆς Δήμητρος, Παυσ. 1. 38, 6, Στέφ. Β. (καὶ [[ἄνευ]] τοῦ [[πεδίον]]) ’Ράριον, τό, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 450· [[ὅθεν]] καὶ ἡ θεὰ αὐτὴ ἐκαλεῖτο ’Ραριάς, ἡ, Στέφ. Β. [Τὸ α [[εἶναι]] [[μακρόν]], Ὁμ. Ὕμν. ἔνθ’ ἀνωτέρ., [[ὥστε]] ὁ τονισμὸς πρέπει νὰ [[εἶναι]] ’[[Ρᾶρος]], οὐχὶ ’Ράρος, ὡς ἐν τοῖς πλείστοις τῶν Ἀντιγράφων. - Περὶ τοῦ ψιλοῦ πνευματισμοῦ ἴδε Ἀρκάδ. 200. 21, Χοιροβ. 905. 3]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=Ρ)ᾶρος, ου,<br />Raros, [[father]] of [[Triptolemus]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:55, 10 January 2019
English (LSJ)
ὁ, Rarus, father of Triptolemus, Paus.1.14.3, Hsch., Suid.; in Phot. Ῥάρ:—τὸ Ράριον πεδίον the field
A of Rarus, where tillage was first practised, and which was sacred to Demeter, Paus.1.38.6, St.Byz.; (without πεδίον) Ράριον, τό, h.Cer.450; Ραρία, ἡ (sc. γῆ), Plu.2.144b; whence the goddess was herself called Ραριάς, ἡ, St.Byz. [α is long, h.Cer. l.c., so that the accent is prob. not Ράρος, as in most codd.:—for the smooth breathing, v. Hdn.Gr.2.402, 940.]
Greek (Liddell-Scott)
Ρᾶρος: -ου, ὁ, (μετὰ ψιλοῦ πνεύματος), πατὴρ τοῦ Τριπτολέμου, Παυσ. 1. 14., 3, Ἡσύχ., Φώτ.· παρὰ Φωτίῳ Ῥάρ, ἴδε Λοβ. Παραλ. 74· - τὸ ’Ράριον πεδίον, τὸ ἀνῆκον εἰς τὸν ’Ρᾶρον, ὅπου κατὰ πρῶτον ἐκαλλιεργήθη ἡ γῆ καὶ ὅπερ ἦν ἱερὸν τῆς Δήμητρος, Παυσ. 1. 38, 6, Στέφ. Β. (καὶ ἄνευ τοῦ πεδίον) ’Ράριον, τό, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 450· ὅθεν καὶ ἡ θεὰ αὐτὴ ἐκαλεῖτο ’Ραριάς, ἡ, Στέφ. Β. [Τὸ α εἶναι μακρόν, Ὁμ. Ὕμν. ἔνθ’ ἀνωτέρ., ὥστε ὁ τονισμὸς πρέπει νὰ εἶναι ’Ρᾶρος, οὐχὶ ’Ράρος, ὡς ἐν τοῖς πλείστοις τῶν Ἀντιγράφων. - Περὶ τοῦ ψιλοῦ πνευματισμοῦ ἴδε Ἀρκάδ. 200. 21, Χοιροβ. 905. 3].
Middle Liddell
Ρ)ᾶρος, ου,
Raros, father of Triptolemus.