πωλομάχος: Difference between revisions
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
(4) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πωλομάχος:''' сражающийся с коня или с колесницы ([[Νίκη]] Anth.). | |elrutext='''πωλομάχος:''' сражающийся с коня или с колесницы ([[Νίκη]] Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=πωλο-μά˘χος, ον, [[μάχομαι]]<br />[[fighting]] on [[horseback]] or in a [[chariot]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:55, 10 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A won in the chariot-race (cf. πωλικός 1), νίκη AP15.50.
German (Pape)
[Seite 827] zu Roß oder zu Wagen kämpfend, νίκη, Ep. ad. (XV, 50).
Greek (Liddell-Scott)
πωλομάχος: [ᾰ], -ον, ὁ ἀπὸ πώλου ἢ ἅρματος μαχόμενος, Νίκη Ἀνθ. Π. 15. 50.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui combat d’un char attelé de jeunes chevaux ; LSJ qui combat à cheval.
Étymologie: πῶλος, μάχομαι.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που μάχεται πάνω σε πώλο ή σε άλογο ή σε άρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῶλος «πουλάρι» + -μάχος (< μάχομαι), πρβλ. ίππο-μάχος].
Greek Monotonic
πωλομάχος: [ᾰ], -ον (μάχομαι), αυτός που μάχεται από άλογο ή από άρμα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πωλομάχος: сражающийся с коня или с колесницы (Νίκη Anth.).
Middle Liddell
πωλο-μά˘χος, ον, μάχομαι
fighting on horseback or in a chariot, Anth.