στρατοφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(6)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στρᾰτοφύλαξ:''' [ῠ], -ᾰκος, ὁ, [[στρατιωτικός]] [[διοικητής]], σε Στράβ.
|lsmtext='''στρᾰτοφύλαξ:''' [ῠ], -ᾰκος, ὁ, [[στρατιωτικός]] [[διοικητής]], σε Στράβ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=στρᾰτο-φύ˘λαξ, ακος,<br />a [[commanding]] [[officer]], Strab.
}}
}}

Revision as of 01:10, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρᾰτοφύλαξ Medium diacritics: στρατοφύλαξ Low diacritics: στρατοφύλαξ Capitals: ΣΤΡΑΤΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: stratophýlax Transliteration B: stratophylax Transliteration C: stratofylaks Beta Code: stratofu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ,

   A commanding officer, Str.12.5.1, 15.1.46.

German (Pape)

[Seite 952] ακος, ὁ, Lagerwächter, Aufseher, Hüter des Lagers od. Heeres, Strab. XV.

Greek (Liddell-Scott)

στρᾰτοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ὁ διοικῶν τὸν στρατόν, Στράβ. 567.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
sentinelle.
Étymologie: στρατός, φύλαξ.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
διοικητής στρατού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + φύλαξ.

Greek Monotonic

στρᾰτοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, στρατιωτικός διοικητής, σε Στράβ.

Middle Liddell

στρᾰτο-φύ˘λαξ, ακος,
a commanding officer, Strab.