συμφόρησις: Difference between revisions
Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitas → Genesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf
m (Text replacement - "''' εως ἡ<b class="num">1)" to "''' εως ἡ<br /><b class="num">1)") |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=συμφόρησις -εως, ἡ [συμφορέω] het bijeenbrengen, verzameling. | |elnltext=συμφόρησις -εως, ἡ [συμφορέω] het bijeenbrengen, verzameling. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[συμφόρησις]], εως, [from [[συμφορέω]]<br />a [[bringing]] [[together]], Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:30, 10 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A bringing together, Plu.Per.34, Oth.14; of the concourse of atoms, Epicur.Ep.1p.18U. II collection, προτάσεων Plot.5.8.4.
German (Pape)
[Seite 992] ἡ, das Zusammentragen, Anhäufen; Plut. Pericl. 34; D. L. 10, 59.
Greek (Liddell-Scott)
συμφόρησις: ἡ, τὸ φέρειν ὁμοῦ, συσσώρευσις, συμφόρησις εἰς τὸ ἄστυ τοῦ χωρικοῦ πλήθους Πλουτ. Περικλ. 34, Ὄθων 14. ΙΙ. = τῷ προηγ., Πλωτῖν. 2. 1009.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
rassemblement, foule.
Étymologie: συμφορέω.
Greek Monotonic
συμφόρησις: ἡ, συγκέντρωση σ' ένα σημείο, συσσώρευση, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
συμφόρησις: εως ἡ
1) снесение в одно место, складывание (sc. τῶν νεκρῶν Plut.);
2) скопление, наплыв (τοῦ πλήθους εἰς τὸ ἄστυ Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμφόρησις -εως, ἡ [συμφορέω] het bijeenbrengen, verzameling.
Middle Liddell
συμφόρησις, εως, [from συμφορέω
a bringing together, Plut.