τριγένεια: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
(4b)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''τρῐγένεια:''' ἡ три рода, троякость: τ. ἀγαθῶν Sext. три рода благ.
|elrutext='''τρῐγένεια:''' ἡ три рода, троякость: τ. ἀγαθῶν Sext. три рода благ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρῐ-γένεια, ἡ,<br />a [[third]] [[generation]], Strab.
}}
}}

Revision as of 02:00, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριγένεια Medium diacritics: τριγένεια Low diacritics: τριγένεια Capitals: ΤΡΙΓΕΝΕΙΑ
Transliteration A: trigéneia Transliteration B: trigeneia Transliteration C: trigeneia Beta Code: trige/neia

English (LSJ)

ἡ,

   A a third generation, εἰς τ. παραμένειν Str.2.1.14; οἱ ἐκ τριγενείας στιγματίαι v. l. in Ph.2.446; cf. τριγονία.    II threefold gender (implied in one form), A.D. Synt.212.23; τὰ διὰ μιᾶς φωνῆς τριγένειαν ὑπαγορεύοντα Id.Adv.141.22.    III τ. ἀγαθῶν three kinds of goods, Stoic.ap.S.E.P.3.181.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐγένεια: ἡ, τρίτη γενεά, εἰς τρ. μένειν Στράβ. 73. ΙΙ. τριπλοῦν γένος, Ἀπολλ. π. Συντάξ. σ. 134. ΙΙΙ. τρ. ἀγαθῶν, τρία εἴδη ἀγαθῶν Σέξτ. Ἐμπ. π. ΙΙ. 3. 181.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 troisième génération;
2 t. de gramm. qualité d’un nom à trois genres;
3 t. stoïcien triple sorte.
Étymologie: τριγενής.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ τριγενής
νεοελλ.
1. η σχέση που συνδέει τρία γένη, π.χ. τα τέκνα του ενός από τους συζύγους, από προϋπάρξαντα γάμο του, με τα τέκνα του άλλου συζύγου από προϋπάρξαντα γάμο του
2. (νομ.) η διά γάμου εμπλοκή τρίτου γένους στην εξ αγχιστείας συγγένεια
αρχ.
1. τρίτο γένος, τρίτη γενεά
2. γραμμ. το να είναι κάτι τριγενές
3. τρία είδη («οἱ ἀπὸ τῆς στοᾱς τριγένειαν καὶ αὐτοί φασιν εἶναι ἀγαθῶν», Σέξτ. Εμπ.).

Greek Monotonic

τρῐγένεια: ἡ, η τρίτη γενιά, σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

τρῐγένεια: ἡ три рода, троякость: τ. ἀγαθῶν Sext. три рода благ.

Middle Liddell

τρῐ-γένεια, ἡ,
a third generation, Strab.