ὑετόεις: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source
(4b)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑετόεις:''' όεσσα, όεν Anth. = [[ὑέτιος]].
|elrutext='''ὑετόεις:''' όεσσα, όεν Anth. = [[ὑέτιος]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑ¯ετόεις, εσσα, εν<br />[[rainy]], Anth. [from ὑ¯ετός]
}}
}}

Revision as of 02:05, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑετόεις Medium diacritics: ὑετόεις Low diacritics: υετόεις Capitals: ΥΕΤΟΕΙΣ
Transliteration A: hyetóeis Transliteration B: hyetoeis Transliteration C: yetoeis Beta Code: u(eto/eis

English (LSJ)

[ῡ], εσσα, εν,

   A = ὑέτιος 1.1, dub. l. in AP9.525.21.

German (Pape)

[Seite 1175] εσσα, εν, zum Regen gehörig, regnig, Apollo heißt so Hymn. (IX, 525, 21).

Greek (Liddell-Scott)

ὑετόεις: [ῡ], εσσα, εν, = ὑέτιος, Ἀνθ. Π. 9 525, 21.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
de pluie, pluvieux.
Étymologie: ὑετός.

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, Α
(ως προσωνυμία του Απόλλωνος) αυτός που φέρνει ραγδαίες βροχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑετός «βροχή» + -όεις].

Greek Monotonic

ὑετόεις: [ῡ], -εσσα, -εν, βροχερός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὑετόεις: όεσσα, όεν Anth. = ὑέτιος.

Middle Liddell

ὑ¯ετόεις, εσσα, εν
rainy, Anth. [from ὑ¯ετός]