ὑπνοφόβης: Difference between revisions
From LSJ
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὑπνοφόβης:''' ου adj. m пугающий во сне (эпитет Диониса) Anth. | |elrutext='''ὑπνοφόβης:''' ου adj. m пугающий во сне (эпитет Диониса) Anth. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὑπνο-φόβης, ου, ὁ, [[φοβέω]]<br />scaring in [[sleep]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:10, 10 January 2019
English (LSJ)
ου, ὁ,
A driving away sleep, of Dionysus, AP9.524.21.
German (Pape)
[Seite 1207] ὁ, im Schlafe od. Traume schreckend, Bacchus, Hymn. (IX, 524, 21).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπνοφόβης: -ου, ὁ φοβῶν, πτοῶν τινα καθ’ ὕπνους, Ἀνθ. Παλατ. 9. 524, 21.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui trouble par des songes effrayants (Bacchus).
Étymologie: ὕπνος, φοβέω.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που φοβίζει κάποιον στον ύπνο του, εφιαλτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕπνος + -φόβης (< φέβομαι «φοβάμαι», πιθ. μέσω του τ. φόβη, ο οποίος, όμως, διαφέρει οημασιολογικώς), πρβλ. ὑδρο-φόβᾱς].
Greek Monotonic
ὑπνοφόβης: -ου, ὁ (φοβέω), αυτός που τρομάζει, φοβίζει κάποιον κατά την διάρκεια ύπνου, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπνοφόβης: ου adj. m пугающий во сне (эпитет Диониса) Anth.