φαλῆς: Difference between revisions

From LSJ

Ῥοπή ‘στιν ἡμῶνβίος, ὥσπερζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht

Menander, Monostichoi, 465
(6_12)
(1b)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''φᾰλῆς''': ῆτος, ἢ φάλης, ητος, ὁ, = [[φαλλός]], Ἀριστοφ. Λυσ. 771, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 4. 3. ΙΙ. Φᾰλῆς, ῆτος, ὁ, [[θεός]] τις, οὗ ἡ [[λατρεία]] ὡς ἡ τοῦ Πριάπου συνεδέετο πρὸς τὴν τοῦ Διονύσου, Ἀριστοφ. Ἀχ. 263, κἑξ.· [[ὡσαύτως]] φέρεται Φάλης, ητος ([[ὅπερ]] κατὰ τὸν Σχολ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. ἦτο ὁ Δωρ. [[τύπος]]), Σώφρων παρὰ τῷ Ahrens D. D. 465, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγωδ. 42.
|lstext='''φᾰλῆς''': ῆτος, ἢ φάλης, ητος, ὁ, = [[φαλλός]], Ἀριστοφ. Λυσ. 771, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 4. 3. ΙΙ. Φᾰλῆς, ῆτος, ὁ, [[θεός]] τις, οὗ ἡ [[λατρεία]] ὡς ἡ τοῦ Πριάπου συνεδέετο πρὸς τὴν τοῦ Διονύσου, Ἀριστοφ. Ἀχ. 263, κἑξ.· [[ὡσαύτως]] φέρεται Φάλης, ητος ([[ὅπερ]] κατὰ τὸν Σχολ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. ἦτο ὁ Δωρ. [[τύπος]]), Σώφρων παρὰ τῷ Ahrens D. D. 465, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγωδ. 42.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φᾰλῆς, ῆτος, ὁ, = [[φαλλός]]:—as a [[divinity]]<br />Phales, associated with the [[worship]] of [[Bacchus]], Ar.
}}
}}

Revision as of 02:28, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰλῆς Medium diacritics: φαλῆς Low diacritics: φαλής Capitals: ΦΑΛΗΣ
Transliteration A: phalē̂s Transliteration B: phalēs Transliteration C: falis Beta Code: falh=s

English (LSJ)

ῆτος, or φάλης, ητος (

   A φάλεω Hippon.14 Diehl), ὁ, = φαλλός, S.Ichn.145 (pl.), Ar.Lys.771 (hex.), Theoc.Ep.4.3.    II φᾰλῆς, ῆτος, ὁ, Phales, Φ. ἑταῖρε Βακχίου Ar.Ach.263 (lyr.): also written Φάλης, ητος (which acc. to Sch.Ar.l.c. was the Dor. form), Sophr.39, Luc.JTr.42.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰλῆς: ῆτος, ἢ φάλης, ητος, ὁ, = φαλλός, Ἀριστοφ. Λυσ. 771, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 4. 3. ΙΙ. Φᾰλῆς, ῆτος, ὁ, θεός τις, οὗ ἡ λατρεία ὡς ἡ τοῦ Πριάπου συνεδέετο πρὸς τὴν τοῦ Διονύσου, Ἀριστοφ. Ἀχ. 263, κἑξ.· ὡσαύτως φέρεται Φάλης, ητος (ὅπερ κατὰ τὸν Σχολ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. ἦτο ὁ Δωρ. τύπος), Σώφρων παρὰ τῷ Ahrens D. D. 465, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγωδ. 42.

Middle Liddell

φᾰλῆς, ῆτος, ὁ, = φαλλός:—as a divinity
Phales, associated with the worship of Bacchus, Ar.