φρενοκλόπος: Difference between revisions
Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht
(6) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φρενοκλόπος:''' -ον (κλέπ-τω), αυτός που κλέβει το [[μυαλό]], που εξαπατά, σε Ανθ. | |lsmtext='''φρενοκλόπος:''' -ον (κλέπ-τω), αυτός που κλέβει το [[μυαλό]], που εξαπατά, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=φρενο-κλόπος, ον, [[κλέπτω]]<br />[[stealing]] the [[understanding]], deceiving, Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:30, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A stealing the understanding, deceiving, Ἔρως APl.4.198 (Maec.).
German (Pape)
[Seite 1304] den Verstand raubend, dah. betrügend, täuschend, Qu. Maec. 9 (Plan. 198).
Greek (Liddell-Scott)
φρενοκλόπος: -ον, ὁ κλέπτων, ἐξαπατῶν τὰς φρένας, φρενοκλόπος ἔρως Ἀνθ. Πλαν. 198· ― φρενοκλοπέω, «φρενοκλοπεῖ· ἐξαπατᾷ» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui trompe l’esprit ou le cœur.
Étymologie: φρήν, κλέπτω.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που εξαπατά, που πλανεύει το πνεύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -κλοπος (< κλοπός < κλέπτω), πρβλ. ἀνδραποδο-κλόπος, κυνο-κλόπος].
Greek Monotonic
φρενοκλόπος: -ον (κλέπ-τω), αυτός που κλέβει το μυαλό, που εξαπατά, σε Ανθ.
Middle Liddell
φρενο-κλόπος, ον, κλέπτω
stealing the understanding, deceiving, Anth.