φρονούντως: Difference between revisions
From LSJ
(4b) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φρονούντως:''' разумно (λέγειν Soph.; φ. πρὸς φρονοῦντας ἐννέπειν Aesch.). | |elrutext='''φρονούντως:''' разумно (λέγειν Soph.; φ. πρὸς φρονοῦντας ἐννέπειν Aesch.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[adverb from pres. act. [[part]]. of [[φρονέω]]<br />[[wisely]], [[prudently]], Soph. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:30, 10 January 2019
English (LSJ)
Adv. part. pres. Act. of φρονέω,
A wisely, prudently, A. Supp.204, S.Ant.682.
Greek (Liddell-Scott)
φρονούντως: ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεργ. ἐνεστ. τοῦ φρονέω, φρονίμως, συνετῶς, Αἰσχύλ. Ἱκ. 204, Σοφ. Ἀντιγ. 682.
French (Bailly abrégé)
adv.
sagement, avec prudence.
Étymologie: φρονέω.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. φρονίμως, με φρόνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρονῶν, -οῦντος, μτχ. ενεστ. του ρ. φρονῶ + επιρρμ. κατάλ. -ως].
Greek Monotonic
φρονούντως: επιρρ. μτχ. Ενεργ. ενεστ. του φρονέω, φρόνιμα, συνετά (με φρόνηση, με σύνεση), σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
φρονούντως: разумно (λέγειν Soph.; φ. πρὸς φρονοῦντας ἐννέπειν Aesch.).
Middle Liddell
[adverb from pres. act. part. of φρονέω
wisely, prudently, Soph.