φύξις: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)

Source
(4b)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''φύξις:''' εως ἡ [[φεύγω]] бегство Hom.
|elrutext='''φύξις:''' εως ἡ [[φεύγω]] бегство Hom.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[φύξις]], εως, = [[φυγή]], Il.]
}}
}}

Revision as of 02:30, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φύξις Medium diacritics: φύξις Low diacritics: φύξις Capitals: ΦΥΞΙΣ
Transliteration A: phýxis Transliteration B: phyxis Transliteration C: fyksis Beta Code: fu/cis

English (LSJ)

εως, ἡ, older and poet. form of φεῦξις,

   A = φυγή, Il.10.311, 447.    II refuge, escape, θανάτου Nic.Th.588.

German (Pape)

[Seite 1316] ἡ, ältere, bes. poetische Form statt φεῦξις, – 1) Flucht, Il. 10, 311. 447. – 2) Zuflucht, Nic. Th. 588; vgl. Lob. Phryn. 727.

Greek (Liddell-Scott)

φύξις: -εως, ἡ, παλαιότερος καὶ ποιητ. τύπος τοῦ φεῦξις (Λοβέκ. εἰς Φρύν. 726), = φυγή, Ἰλ. Κ. 311, 447. ΙΙ. καταφυγή, ἀποφυγή, ἐκφυγή, θανάτοιο Νικ. Θηρ. 588.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
fuite.
Étymologie: φεύγω.

English (Autenrieth)

(φεύγω): flight. (Il.)

Greek Monolingual

-εως, ἡ, Α
1. φυγή, το να φεύγει κανείς για να σωθεί
2. διαφυγή, το να αποφεύγει κάποιος κάτιφύξις θανάτου», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυξ- της μηδενισμένης βαθμίδας του ρ. φεύγω (πρβλ. το ριζικό όν. φύξ). Η λ., εκτός από την ενέργεια, θα πρέπει να δήλωνε αρχικά και τον δράστη της ενέργειας (πρβλ. τα σύνθ. με φυξι-, βλ. λ. φεύγω)].

Greek Monotonic

φύξις: -εως, ἡ, = φυγή, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

φύξις: εως ἡ φεύγω бегство Hom.

Middle Liddell

φύξις, εως, = φυγή, Il.]