κελήτιον: Difference between revisions
Τὰ χρήματ' ἀνθρώποισιν εὑρίσκει φίλους → Money finds men friends → Invenit amicos hominibus pecunia → Was den Menschen Freunde findet, ist das Geld
(2b) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κελήτιον:''' τό [demin. к [[κέλης]] 2] челнок Thuc. | |elrutext='''κελήτιον:''' τό [demin. к [[κέλης]] 2] челнок Thuc. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[κελήτιον]], ου, τό, [Dim. of [[κέλης]] II, Thuc.] | |||
}} | }} |
Revision as of 02:50, 10 January 2019
English (LSJ)
τό, Dim. of
A κέλης 11, Th.1.53, 4.120, App.BC2.56.
German (Pape)
[Seite 1415] τό, dim. von κέλης, ein kleines Jachtschiff; Thuc. 4, 120; Arr. An. 5, 7, 3.
Greek (Liddell-Scott)
κελήτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κέλης ΙΙ, Θουκ. 1. 53· τριήρει μὲν φιλίᾳ προσπλεούσῃ, αὐτὸς δ’ ἐν κελητίῳ ἄποθεν ἐφεπόμενος, ὅπερ αὐτόθι καὶ κέλητα καλεῖ, 4. 120· κ. ὀξὺ Ἀππ. Ἐκφύλ. 2. 56.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite chaloupe.
Étymologie: dim. de κέλης.
Greek Monolingual
κελήτιον, τὸ (Α)
(υποκορ. του κέλης) μικρή και γρήγορη λέμβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλης, -ητος + υποκορ. κατάλ. -ιον].
Greek Monotonic
κελήτιον: τό, υποκορ. του κέλης II, σε Θουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κελήτιον -ου, τό, demin. van κέλης, snel bootje.
Russian (Dvoretsky)
κελήτιον: τό [demin. к κέλης 2] челнок Thuc.