κέκραγμα: Difference between revisions

From LSJ

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226
(nl)
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κέκραγμα -ατος, τό [κράζω] geschreeuw.
|elnltext=κέκραγμα -ατος, τό [κράζω] geschreeuw.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κέκραγμα]], ατος, τό, [[κέκραγα]], perf. of κραζω]<br />a [[scream]], cry, Ar.
}}
}}

Revision as of 02:50, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κέκραγμα Medium diacritics: κέκραγμα Low diacritics: κέκραγμα Capitals: ΚΕΚΡΑΓΜΑ
Transliteration A: kékragma Transliteration B: kekragma Transliteration C: kekragma Beta Code: ke/kragma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A scream, cry, Ar.Pax637 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1413] τό, das Geschrei, Ar. Pax 637.

Greek (Liddell-Scott)

κέκραγμα: τό, κραυγή, φωνὴ ὀξεῖα, Ἀριστοφ. Εἰρ. 637, ἐν τῷ πληθ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
cri.
Étymologie: κέκραγα.

Greek Monolingual

κέκραγμα, τὸ (Α)
κραυγή, οξεία φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιπλασιασμένο θ. κεκραγ- του κράζω (πρβλ. παρακμ. κέκραγα) + κατάλ. -μα].

Greek Monotonic

κέκραγμα: -ατος, τό, κραυγή, αλαλαγμός, ιαχή, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κέκραγμα: ατος τό крик Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κέκραγμα -ατος, τό [κράζω] geschreeuw.

Middle Liddell

κέκραγμα, ατος, τό, κέκραγα, perf. of κραζω]
a scream, cry, Ar.