κενολόγος: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
(5)
(1ba)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κενολόγος:''' -ον ([[λέγω]]), αυτός που φλυαρεί, μιλάει ανόητα.
|lsmtext='''κενολόγος:''' -ον ([[λέγω]]), αυτός που φλυαρεί, μιλάει ανόητα.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κενο-[[λόγος]], ον [[λέγω]]<br />[[talking]] emptily, [[prating]].
}}
}}

Revision as of 02:55, 10 January 2019

German (Pape)

[Seite 1417] leeres Geschwätz vorbringend.

Greek (Liddell-Scott)

κενολόγος: -ον, ὁ κενά, μάταια, ἀνόητα λέγων, φλύαρος, Γλωσσ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dit des choses vaines ou frivoles.
Étymologie: κενός, λέγω³.

Greek Monolingual

-ο (ΑΜ κενολόγος, -ον)
αυτός που μιλά χωρίς νόημα, ματαιολόγος, αερολόγος, μωρολόγος, φλύαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. κουφο-λόγος, λεπτο-λόγος.

Greek Monotonic

κενολόγος: -ον (λέγω), αυτός που φλυαρεί, μιλάει ανόητα.

Middle Liddell

κενο-λόγος, ον λέγω
talking emptily, prating.