κλώμαξ: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
(5)
(1ba)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κλώμαξ:''' -ᾰκος, ὁ, [[σωρός]] από πέτρες (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''κλώμαξ:''' -ᾰκος, ὁ, [[σωρός]] από πέτρες (άγν. προέλ.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κλώμαξ]], ακος,<br />a [[heap]] of stones, [deriv. uncertain]
}}
}}

Revision as of 02:55, 10 January 2019

German (Pape)

[Seite 1458] ακος, ὁ (vgl. κρώμαξ), ein Steinhaufen, ein Felsen, κλώμακες ἀηδόνων, die Felsen der Sirenen, Lycophr. 653; vgl. glomus, globus, Klump, Buttmann Lexil. II p. 159.

Greek (Liddell-Scott)

κλώμαξ: -ᾰκος, ὁ, σωρὸς λίθων, πετρώδης τόπος, Λυκόφρ. 653· κρώμαξ, Ἡσύχ., Δράκων.

Greek Monolingual

κλώμαξ και κρώμαξ, -ακος, ὁ (Α)
σωρός λίθων ή πετρώδης τόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Σχηματισμός σε -αξ κατά τα λίθ-αξ, βῶλ-αξ. Το θ. κλω-μ- πιθ. από κάποιο αμάρτυρο ρηματ. παρ. κλῶ-μοςρωγμή»;) < κλάω / - «σπάζω», τ. που προϋποθέτει τη σπάνια μετάπτωση του -ω- ως εκτεταμένης-ετεροιωμένης βαθμίδας του -α- (πρβλ. ἄγ-ω: ἀγ-ωγ-ή). Ο παρλλ. τ. κρῶμαξ με -ρ- πιθ. κατ' επίδραση του κρημνός.

Greek Monotonic

κλώμαξ: -ᾰκος, ὁ, σωρός από πέτρες (άγν. προέλ.).

Middle Liddell

κλώμαξ, ακος,
a heap of stones, [deriv. uncertain]