κροτητός: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κροτητός:'''<br /><b class="num">1)</b> шумящий, грохочущий (ἅρματα Soph.);<br /><b class="num">2)</b> получающий удары ([[κάρα]] Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> извлекаемый бряцанием по струнам ([[μέλη]] Soph.).
|elrutext='''κροτητός:'''<br /><b class="num">1)</b> шумящий, грохочущий (ἅρματα Soph.);<br /><b class="num">2)</b> получающий удары ([[κάρα]] Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> извлекаемый бряцанием по струнам ([[μέλη]] Soph.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κροτητός]], ή, όν verb. adj. of [[κροτέω]],]<br />[[stricken]], [[sounding]] with blows, Aesch.: rattling, Soph.
}}
}}

Revision as of 03:05, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κροτητός Medium diacritics: κροτητός Low diacritics: κροτητός Capitals: ΚΡΟΤΗΤΟΣ
Transliteration A: krotētós Transliteration B: krotētos Transliteration C: krotitos Beta Code: krothto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A stricken, sounding with blows, κάρα A.Ch. 428.    2 κ. ἅρματα rattling, bumping chariots, S.El.714; κροτητὰ πηκτίδων μέλη music struck from the harp, Id.Fr.241.    II τὰ κροτητά,    1 cakes of some kind, E.Fr.467.4.    2 much-trodden places, Thphr.HP6.6.10.

Greek (Liddell-Scott)

κροτητός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., κτυπημένος, ἠχῶν ἐκ τῶν κτυπημάτων, κάρα Αἰσχύλ. Χο. 428. 2) κρ. ἅρματα, κροτοῦντα, θορυβωδῶς ἠχοῦντα, (πρβλ. κροτέω Ι), Σχόλ. εἰς Ἠλ. 714· κροτητὰ πηκτίδων μέλη, παιζόμενα διὰ τοῦ πλήκτρου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 227. ΙΙ. τὰ κροτητά, 1) εἴδη πλακουντίων, Εὐρ. Ἀποσπ. 470. 4. 2) καλῶς πεπατημένον μέρος (ἐπὶ ἐδάφους), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 6, 10.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 retentissant;
2 frappé.
Étymologie: adj. verb. de κροτέω.

Greek Monolingual

κροτητός, -ή, -όν (Α) κροτώ
1. αυτός που όταν χτυπηθεί βγάζει ήχο («κτύπῳ δ' ἐπιρροθεῑ κροτητὸν ἀμὸν και πανάθλιον κάρα», Αισχύλ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κροτητά
α) είδη γλυκισμάτων
β) τμήμα εδάφους που έχει πατηθεί πολύ
3. φρ. α) «κροτητὰ ἅρματα» — ηχηρά ή θορυβώδη άρματα
β) «κροτητά πηκτίδων μέλη» — τραγούδια που παίζονται με πλήκτρο.

Greek Monotonic

κροτητός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του κροτέω, χτυπημένος, αυτός που ηχεί από χτυπήματα, σε Αισχύλ.· θορυβώδης, σε Σοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κροτητός -ή -όν [κροτέω] ratelend:. κτύπος κροτητῶν ἁρμάτων het lawaai van ratelende wagens Soph. El. 714. geslagen:. κροτητὸν ἀμὸν... κάρα mijn geslagen hoofd Aeschl. Ch. 428.

Russian (Dvoretsky)

κροτητός:
1) шумящий, грохочущий (ἅρματα Soph.);
2) получающий удары (κάρα Aesch.);
3) извлекаемый бряцанием по струнам (μέλη Soph.).

Middle Liddell

κροτητός, ή, όν verb. adj. of κροτέω,]
stricken, sounding with blows, Aesch.: rattling, Soph.