κυκνόμορφος: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong

Source
(nl)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κυκνόμορφος -ον [κύκνος, μορφή] wit als een zwaan.
|elnltext=κυκνόμορφος -ον [κύκνος, μορφή] wit als een zwaan.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κυκνό-μορφος, ον [[μορφή]]<br />[[swan]]-shaped, Aesch.
}}
}}

Revision as of 03:10, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυκνόμορφος Medium diacritics: κυκνόμορφος Low diacritics: κυκνόμορφος Capitals: ΚΥΚΝΟΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: kyknómorphos Transliteration B: kyknomorphos Transliteration C: kyknomorfos Beta Code: kukno/morfos

English (LSJ)

ον,

   A swan-shaped, or white as a swan, A.Pr.795.

Greek (Liddell-Scott)

κυκνόμορφος: -ον, ἔχων μορφὴν κύκνου ἢ λευκὸς ὡς κύκνος, Αἰσχύλ. Πρ. 795.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a la forme d’un cygne.
Étymologie: κύκνος, μορφή.

Greek Monolingual

κυκνόμορφος, -ον (Α)
αυτός που μοιάζει, ως προς τη μορφή ή τη λευκότητα, με κύκνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκνος + -μορφος (< μορφή), πρβλ. αετό-μορφος, ιερακό-μορφος].

Greek Monotonic

κυκνόμορφος: -ον (μορφή), αυτός που έχει τη μορφή κύκνου, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κυκνόμορφος: похожий на лебедя или белый как лебедь (Φορκίδες Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυκνόμορφος -ον [κύκνος, μορφή] wit als een zwaan.

Middle Liddell

κυκνό-μορφος, ον μορφή
swan-shaped, Aesch.