λιθίδιον: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source
(3)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''λῐθίδιον:''' (ῐδ) τό камешек Plat., Arst., Luc.
|elrutext='''λῐθίδιον:''' (ῐδ) τό камешек Plat., Arst., Luc.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λῐθίδιον, ου, τό, [Dim. of [[λίθος]]<br />a [[pebble]], Plat.
}}
}}

Revision as of 03:20, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθίδιον Medium diacritics: λιθίδιον Low diacritics: λιθίδιον Capitals: ΛΙΘΙΔΙΟΝ
Transliteration A: lithídion Transliteration B: lithidion Transliteration C: lithidion Beta Code: liqi/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of λίθος,

   A pebble, gem, Pl.Phd.110d, Arist.Pr. 934b22, Plu.2.979b, Luc.Hist.Conscr.4.    2 gravel in the urine, Hp. Coac.578 (pl.); stone in the bladder, Paul.Aeg.6.60 (sg.).

German (Pape)

[Seite 44] τό, dim. von λίθος, Steinchen, Plat. Phaed. 110 d u. Sp., wie Luc. hist. conscrib. 4. Auch Edelstein, Clem. Al. – Vom Blasenstein, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ λίθος, «λιθάρι», «χαλίκι», Πλάτ. Φαίδων 110D, Ἀριστ. Προβλ. 23. 29. 2) λίθος ἐν τῇ κύστει, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 215.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite pierre ; particul.
1 pierre, calcul vésical;
2 pierre précieuse.
Étymologie: λίθος.

Greek Monolingual

λιθίδιον, τὸ (ΑM) λίθος
μσν.
λίθος στην ουροδόχο κύστη
αρχ.
1. λιθάρι, πετραδάκι
2. πολύτιμος λίθος («τὰ ἐνδάδε λιθίδια εἶναι ταῡτα τὰ ἀγαπώμενα μόρια, σάρδιά τε καὶ ἰάσπιδας καὶ σμαράγδους», Πλάτ.)
3. άμμος στα ούρα.

Greek Monotonic

λῐθίδιον: τό, υποκορ. του λίθος, λιθαράκι, χαλίκι, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

λῐθίδιον: (ῐδ) τό камешек Plat., Arst., Luc.

Middle Liddell

λῐθίδιον, ου, τό, [Dim. of λίθος
a pebble, Plat.