λαμπαδηφόρος: Difference between revisions
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(3) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λαμπᾰδηφόρος:''' ὁ факелоносец Aesch. | |elrutext='''λαμπᾰδηφόρος:''' ὁ факелоносец Aesch. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=λαμπᾰδη-[[φόρος]], ὁ, [[φέρω]]<br />a [[torch]]-[[bearer]], Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:25, 10 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A torch-bearer, A.Ag.312, Ar.Fr.442, IG22. 1250, 2.965b28: -οι, title of play by Philetaerus; but also, candelabra, JRS18.162 (Jerash, iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 11] fackeltragend, Aesch. Ag. 303. Nach Hesych. hieß so der im Fackelwettlauf gesiegt hatte.
Greek (Liddell-Scott)
λαμπᾰδηφόρος: ὁ, ὁ φέρων λαμπάδα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 312, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 105, Συλλ. Ἐπιγρ. 4555.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte un flambeau dans les sacrifices.
Étymologie: λαμπάς, φέρω.
Spanish
Greek Monolingual
ο (AM λαμπαδηφόρος)
αυτός που παίρνει μέρος σε λαμπαδηφορία
μσν.
ο λαμπαδάριος
αρχ.
1. κηροπήγιο
2. στον πληθ. οί λαμπαδηφόροι
τίτλος θεατρικού έργου του Φιλεταίρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπάς, -άδος + -φόρος (< φέρω). Το -η- του τ. οφείλεται σε μετρικούς λόγους].
Greek Monotonic
λαμπᾰδηφόρος: ὁ (φέρω), αυτός που φέρει πυρσό, αυτός που κρατά λαμπάδα, λαμπαδηδρόμος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
λαμπᾰδηφόρος: ὁ факелоносец Aesch.