ληῖτις: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
(5) |
(1ba) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ληῖτις:''' -ιδος, ἡ (ληΐς), αυτή που συνεργεί στη [[λαφυραγώγηση]] ή που διανέμει τη [[λεία]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ληῖτις:''' -ιδος, ἡ (ληΐς), αυτή που συνεργεί στη [[λαφυραγώγηση]] ή που διανέμει τη [[λεία]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ληίς]]<br />she who makes or dispenses [[booty]], Il. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:30, 10 January 2019
English (LSJ)
ιδος, ἡ,
A she who makes or dispenses booty, epith. of Athena, Il.10.460, Paus.5.14.6. II Pass., = ληϊάς, A.R. 1.818, Lyc.105.
Greek (Liddell-Scott)
ληῖτις: -ιδος, ἡ, (ληὶς) ἡ συνεργοῦσα εἰς τὴν λείαν ἢ ἡ διανέμουσα τὴν λείαν, ἐπίθ. τῆς Ἀθηνᾶς, Ἰλ. Κ. 460· ἀλλαχοῦ ἀγελείη, πρβλ. Παυσ. 5. 14, 6, Λυκόφρ. 105. ΙΙ. παθ. = ληιάς, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 818.
English (Autenrieth)
ιδος: booty-bringing, giver of booty, epith. of Athēna, Il. 10.460†.
Greek Monotonic
ληῖτις: -ιδος, ἡ (ληΐς), αυτή που συνεργεί στη λαφυραγώγηση ή που διανέμει τη λεία, σε Ομήρ. Ιλ.