μαλθακία: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(1ba) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μαλθᾰκία:''' ἡ, = [[μαλακία]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''μαλθᾰκία:''' ἡ, = [[μαλακία]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μαλθᾰκία, ἡ, = [[μαλακία]], Plat.] | |||
}} | }} |
Revision as of 03:30, 10 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A = μαλακία, Pl.R.590b.
Greek (Liddell-Scott)
μαλθᾰκία: ἡ, = μαλακία, Πλάτ. Πολ. 590Β.
Greek Monolingual
μαλθακία, ἡ (Α) μαλθακός
μαλθακότητα, τρυφηλότητα.
Greek Monotonic
μαλθᾰκία: ἡ, = μαλακία, σε Πλάτ.
Middle Liddell
μαλθᾰκία, ἡ, = μαλακία, Plat.]