μακροφλυαρήτης: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
(1ba) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μακροφλυᾱρήτης:''' ου ὁ неугомонный болтун Anth. | |elrutext='''μακροφλυᾱρήτης:''' ου ὁ неугомонный болтун Anth. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μακρο-φλυᾱρήτης, ου, ὁ,<br />a [[tedious]] [[prater]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:50, 10 January 2019
English (LSJ)
ου, ὁ,
A tedious prater, ib.11.134 (Lucill.).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
bavard intarissable.
Étymologie: μακρός, φλυαρέω.
Greek Monolingual
μακροφλυαρήτης, ὁ (Α)
ο πολύ φλύαρος, πολυλόγος σε μέγιστο βαθμό, πολυλογάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + φλυαρώ].
Greek Monotonic
μακροφλυᾱρήτης: ὁ, ανιαρός συνομιλητής, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μακροφλυᾱρήτης: ου ὁ неугомонный болтун Anth.