μουσόδομος: Difference between revisions
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
(3) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μουσόδομος:''' воздвигнутый звуками (амфионовых) песен (τείχη Anth.). | |elrutext='''μουσόδομος:''' воздвигнутый звуками (амфионовых) песен (τείχη Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μουσό-δομος, ον [[δέμω]]<br />built by [[song]], of the walls of [[Thebes]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:00, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A built by song, of the walls of Thebes, AP9.250 (Honest.).
German (Pape)
[Seite 211] von den Musen, durch Musik gebau't, τείχη, Onest. 6 (IX, 250).
Greek (Liddell-Scott)
μουσόδομος: -ον, ὁ δι’ ᾀσμάτων οἰκοδομηθείς, ἐπὶ τῶν τειχῶν τῶν Θηβῶν, Ἀνθ. Π. 9. 250.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
bâti au son de la musique.
Étymologie: μοῦσα, δέμω.
Greek Monolingual
μουσόδομος, -ον (Α)
(για τα θηβαϊκά τείχη) οικοδομημένος με συνοδεία μουσικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + δόμος.
Greek Monotonic
μουσόδομος: -ον (δέμω), αυτός που οικοδομήθηκε με τραγούδια, λέγεται για τα τείχη των Θηβών, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μουσόδομος: воздвигнутый звуками (амфионовых) песен (τείχη Anth.).
Middle Liddell
μουσό-δομος, ον δέμω
built by song, of the walls of Thebes, Anth.