μυριόφωνος: Difference between revisions
From LSJ
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
(5) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μῡριόφωνος:''' -ον ([[φωνή]]), αυτός που ηχεί με [[δέκα]] χιλιάδες φωνές, [[μυριόστομος]], σε Ανθ. | |lsmtext='''μῡριόφωνος:''' -ον ([[φωνή]]), αυτός που ηχεί με [[δέκα]] χιλιάδες φωνές, [[μυριόστομος]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μῡριό-φωνος, ον [[φωνή]]<br />with ten [[thousand]] voices, Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:05, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A with ten thousand voices, APl.5.362.
German (Pape)
[Seite 220] zehntausendstimmig, mit unzähligen Stimmen, δῆμος, Epigr. athl. stat. 33 (Plan. 362).
Greek (Liddell-Scott)
μῡριόφωνος: -ον, ὁ ἐκπέμπων μυρίας φωνάς, ὁ λαλῶν πολλὰς γλώσσας, Ἀνθ. Πλαν. 362.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux mille voix, aux voix innombrables.
Étymologie: μυρίοι, φωνή.
Greek Monolingual
μυριόφωνος, -ον (Α)
αυτός που μιλά πάρα πολλές γλώσσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -φωνος (< φωνή)].
Greek Monotonic
μῡριόφωνος: -ον (φωνή), αυτός που ηχεί με δέκα χιλιάδες φωνές, μυριόστομος, σε Ανθ.