μουσοφιλής: Difference between revisions
From LSJ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
(3) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μουσοφῐλής:''' любящий муз Anth. | |elrutext='''μουσοφῐλής:''' любящий муз Anth. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μουσο-φῐλής, ές [[φιλέω]]<br />[[loving]] the Muses, Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:05, 10 January 2019
English (LSJ)
ές,
A loving the Muses, ἕταρος AP11.44 (Phld.).
Greek (Liddell-Scott)
μουσοφῐλής: -ές, ὁ ὑπὸ τῶν Μουσῶν φιλούμενος, Ἀνθ. Π. 11. 44.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
ami des Muses.
Étymologie: μοῦσα, φιλέω.
Greek Monolingual
-ές (Α μουσοφιλής, -ές)
προσφιλής στις Μούσες, αυτός που εμπνέεται από τις Μούσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + -φιλής (< φίλος) πρβλ. θεο-φιλής].
Greek Monotonic
μουσοφῐλής: -ές (φιλέω), αυτός που αγαπά τις Μούσες, εραστής των Μουσών, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μουσοφῐλής: любящий муз Anth.