νεκροβαρής: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
(5) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νεκροβᾰρής:''' -ές ([[βαρύς]]), αυτός που φέρει το [[βάρος]] των [[νεκρών]], σε Ανθ. | |lsmtext='''νεκροβᾰρής:''' -ές ([[βαρύς]]), αυτός που φέρει το [[βάρος]] των [[νεκρών]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=νεκρο-βᾰρής, ές [[βαρύς]]<br />laden with the [[dead]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:10, 10 January 2019
English (LSJ)
ές,
A laden with the dead, ἄκατος APl.4.273 (Crin.).
German (Pape)
[Seite 237] ἄκατος, mit Todten belastet, Crinag. 16 (Plan. 273).
Greek (Liddell-Scott)
νεκροβᾰρής: -ές, φέρων βάρος, φορτίον νεκρῶν, ἄκατος Ἀνθ. Πλαν. 283.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
chargé d’un mort ou de morts.
Étymologie: νεκρός, βάρος.
Greek Monolingual
νεκροβαρής, -ές (Α)
(για πλοίο) αυτός που φέρει φορτίο νεκρών («νεκροβαρὴς ἄκατος», Ανθ.Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -βαρής (< βάρος), πρβλ. ισο-βαρής, θυμο-βαρής].
Greek Monotonic
νεκροβᾰρής: -ές (βαρύς), αυτός που φέρει το βάρος των νεκρών, σε Ανθ.