μυριάμφορος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source
(3)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''μῡριάμφορος:''' досл. содержащий десять тысяч амфор, перен. непомерный ([[ῥῆμα]] Arph.).
|elrutext='''μῡριάμφορος:''' досл. содержащий десять тысяч амфор, перен. непомерный ([[ῥῆμα]] Arph.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μῡρι-άμφορος, ον [[ἀμφορεύς]]<br />holding 10, 000 measures: metaph. of [[prodigious]] [[size]], Ar.
}}
}}

Revision as of 04:10, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡρῐάμφορος Medium diacritics: μυριάμφορος Low diacritics: μυριάμφορος Capitals: ΜΥΡΙΑΜΦΟΡΟΣ
Transliteration A: myriámphoros Transliteration B: myriamphoros Transliteration C: myriamforos Beta Code: muria/mforos

English (LSJ)

ον,

   A holding 10,000 measures (ἀμφορεῖς): Com. metaph., ῥῆμα μ. Ar.Pax521.

German (Pape)

[Seite 218] lehntausend Maaß oder amphoras haltend, ρῆμα, Ar. Pax 513, gleichsam Tausendweinfaßwort, mit Beziehung auf die weinspendende Ὀπώρα.

Greek (Liddell-Scott)

μῡριάμφορος: -ον, ὁ χωρῶν 10,000 μέτρα (ἀμφορεῖς)· Κωμ. μεταφορ., ῥῆμα μ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 521· πρβλ. μυριοφόρος, τριχοίνικος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte ou peut porter une cargaison de 10 000 amphores.
Étymologie: μυρίοι, ἀμφορεύς.

Greek Monolingual

μυριάμφορος, -ον (Α)
μτφ. αυτός που χωρά μυρίους, δέκα χιλιάδες αμφορείς ή που είναι ισοδύναμος με δέκα χιλιάδες αμφορείς (α. «πόθεν ἂν λάβοιμι ῥῆμα μυριάμφορον», Αριστοφ.
β. «μυριάμφορον
μυρίων ἀμφορέων ἄξιον», λεξ. Σούδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + ἀμφορεύς (πρβλ. δεκ-άμφορος, τετρ-άμφορος].

Greek Monotonic

μῡριάμφορος: -ον (ἀμφορεύς), αυτός που χωράει 10.000 μεζούρες (αμφορείς)· μεταφ., αυτός που έχει τεράστιο μέγεθος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

μῡριάμφορος: досл. содержащий десять тысяч амфор, перен. непомерный (ῥῆμα Arph.).

Middle Liddell

μῡρι-άμφορος, ον ἀμφορεύς
holding 10, 000 measures: metaph. of prodigious size, Ar.