ξυλοπαγής: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ξῠλοπᾰγής:''' -ές ([[πήγνυμι]]), κατασκευασμένος από [[ξύλο]], [[ξύλινος]], σε Στράβ. | |lsmtext='''ξῠλοπᾰγής:''' -ές ([[πήγνυμι]]), κατασκευασμένος από [[ξύλο]], [[ξύλινος]], σε Στράβ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ξῠλο-πᾰγής, ές [[πήγνυμι]]<br />built of [[wood]], Strab. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:20, 10 January 2019
English (LSJ)
ές,
A built on piles, Str.5.1.7.
German (Pape)
[Seite 281] ές, aus Holz zusammengefügt, Strab. V, 1, 213.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠλοπᾰγής: -ές, συνηρμοσμένος ἐκ ξύλων, Στράβ. 213.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
construit en bois.
Étymologie: ξύλον, πήγνυμι.
Greek Monolingual
-ές (Α ξυλοπαγής, -ές)
συναρμοσμένος ή κατασκευασμένος με ξύλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -παγής{ < θ. παγ-, πρβλ. ἐ-πάγ-ην, αόρ. του πήγνυμι), πρβλ. κηρο-παγής].
Greek Monotonic
ξῠλοπᾰγής: -ές (πήγνυμι), κατασκευασμένος από ξύλο, ξύλινος, σε Στράβ.