ξυλοχίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)

Source
(3b)
(1ba)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ξῠλοχίζομαι:''' дор. ξῦλοχίσδομαι Theocr. = [[ξυλίζομαι]].
|elrutext='''ξῠλοχίζομαι:''' дор. ξῦλοχίσδομαι Theocr. = [[ξυλίζομαι]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ξῠλοχίζομαι, [doric ίσδομαι, = [[ξυλίζομαι]], Theocr.]
}}
}}

Revision as of 04:30, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλοχίζομαι Medium diacritics: ξυλοχίζομαι Low diacritics: ξυλοχίζομαι Capitals: ΞΥΛΟΧΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: xylochízomai Transliteration B: xylochizomai Transliteration C: ksylochizomai Beta Code: culoxi/zomai

English (LSJ)

Dor. ξῠλοχ-ίσδομαι,

   A = ξυλίζομαι, ἐρείκας Theoc.5.65.

German (Pape)

[Seite 282] dor. ξυλοχίσδομαι, = ξυλίζομαι, Theocr. 5, 65.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλοχίζομαι: Δωρ. -ίσδομαι, = ξυλίζομαι, Θεόκρ. 5. 65.

Greek Monolingual

ξυλοχίζομαι, δωρ. τ. ξυλοχίσδομαι (Α) ξύλοχος
μαζεύω ξύλα, κόβω ξύλα, ξυλεύομαι.

Greek Monotonic

ξῠλοχίζομαι: Δωρ. -ίσδομαι, = ξυλίζομαι, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ξῠλοχίζομαι: дор. ξῦλοχίσδομαι Theocr. = ξυλίζομαι.

Middle Liddell

ξῠλοχίζομαι, [doric ίσδομαι, = ξυλίζομαι, Theocr.]