οἰκουρικός: Difference between revisions

From LSJ

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383
(5)
(1ba)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἰκουρικός:''' -ή, -όν ([[οἰκουρέω]]), αυτός που έχει την [[τάση]] να παραμένει [[συνεχώς]] στο [[σπίτι]]· τὸ -κόν = [[οἰκουρία]], σε Λουκ.
|lsmtext='''οἰκουρικός:''' -ή, -όν ([[οἰκουρέω]]), αυτός που έχει την [[τάση]] να παραμένει [[συνεχώς]] στο [[σπίτι]]· τὸ -κόν = [[οἰκουρία]], σε Λουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[οἰκουρικός]], ή, όν [[οἰκουρέω]]<br />inclined to [[keep]] at [[home]]: — τὸ -κόν, = [[οἰκουρία]], Luc.
}}
}}

Revision as of 04:30, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκουρικός Medium diacritics: οἰκουρικός Low diacritics: οικουρικός Capitals: ΟΙΚΟΥΡΙΚΟΣ
Transliteration A: oikourikós Transliteration B: oikourikos Transliteration C: oikourikos Beta Code: oi)kouriko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A inclined to keep at home : τὸ-κόν, = οἰκουρία, Luc. Fug.16.

German (Pape)

[Seite 303] ή, όν, das Haus zu bewachen geneigt, still zu Hause bleibend, Sp.; – τὸ οἰκουρικόν, = οἰκουρία, Luc. Fugit. 16.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκουρικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων κλίσιν εἰς τὸ νὰ μένῃ κατ’ οἶκον· - τὸ οἰκουρικόν, = οἰκουρία, Λουκ. Δραπέτ. 16. - Ἐπίρρ. οἰκουρικῶς, κατὰ τρόπον οἰκουρικόν, Εὐσταθ. Πονημάτ. ἔκδ. Taf. σελ. 288. 47.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
casanier, sédentaire.
Étymologie: οἰκουρός.

Greek Monolingual

οἰκουρικός, -ή, -όν (Α) οικουρός
1. αυτός που συνηθίζει να μένει στο σπίτι
2. αυτός που έχει κατασκευαστεί στο σπίτι
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ οἰκουρικόν
η διαμονή στο σπίτι.
επίρρ...
οἰκουρικῶς (Μ)
με οικουρικό τρόπο.

Greek Monotonic

οἰκουρικός: -ή, -όν (οἰκουρέω), αυτός που έχει την τάση να παραμένει συνεχώς στο σπίτι· τὸ -κόν = οἰκουρία, σε Λουκ.

Middle Liddell

οἰκουρικός, ή, όν οἰκουρέω
inclined to keep at home: — τὸ -κόν, = οἰκουρία, Luc.