ὀρέσσαυλος: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz

Menander, Monostichoi, 290
(5)
(1ba)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀρέσσαυλος:''' -ον ([[αὐλή]]), αυτός που κατοικεί στα βουνά, σε Ανθ.
|lsmtext='''ὀρέσσαυλος:''' -ον ([[αὐλή]]), αυτός που κατοικεί στα βουνά, σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀρέσσ-αυλος, ον, [αὐλη]<br />[[mountain]]-[[dwelling]], Anth.
}}
}}

Revision as of 04:45, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρέσσαυλος Medium diacritics: ὀρέσσαυλος Low diacritics: ορέσσαυλος Capitals: ΟΡΕΣΣΑΥΛΟΣ
Transliteration A: oréssaulos Transliteration B: oressaulos Transliteration C: oressavlos Beta Code: o)re/ssaulos

English (LSJ)

ον,

   A = ὀρείαυλος, APl.4.233 (Theaet.), Coluth.107.

German (Pape)

[Seite 373] = ὀρείαυλος; χίμαιρα, Coluth. 107; Ἠχώ, Theaet. Schol. 3 (Plan. 233); δίφρος, Nonn. D. 11, 63, öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρέσσαυλος: -ον, = ὀρείαυλος, Ἀνθολ. Πλαν. 233, Κόλουθ. 107.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui habite les montagnes;
2 qui se trouve sur les montagnes.
Étymologie: ὄρος, αὐλή.

Greek Monolingual

ὀρέσσαυλος, -ον (Α)
βλ. ὀρείαυλος.

Greek Monotonic

ὀρέσσαυλος: -ον (αὐλή), αυτός που κατοικεί στα βουνά, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὀρέσσ-αυλος, ον, [αὐλη]
mountain-dwelling, Anth.