ὀρέσσαυλος: Difference between revisions
From LSJ
Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz
(5) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀρέσσαυλος:''' -ον ([[αὐλή]]), αυτός που κατοικεί στα βουνά, σε Ανθ. | |lsmtext='''ὀρέσσαυλος:''' -ον ([[αὐλή]]), αυτός που κατοικεί στα βουνά, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὀρέσσ-αυλος, ον, [αὐλη]<br />[[mountain]]-[[dwelling]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:45, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A = ὀρείαυλος, APl.4.233 (Theaet.), Coluth.107.
German (Pape)
[Seite 373] = ὀρείαυλος; χίμαιρα, Coluth. 107; Ἠχώ, Theaet. Schol. 3 (Plan. 233); δίφρος, Nonn. D. 11, 63, öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρέσσαυλος: -ον, = ὀρείαυλος, Ἀνθολ. Πλαν. 233, Κόλουθ. 107.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui habite les montagnes;
2 qui se trouve sur les montagnes.
Étymologie: ὄρος, αὐλή.
Greek Monolingual
ὀρέσσαυλος, -ον (Α)
βλ. ὀρείαυλος.
Greek Monotonic
ὀρέσσαυλος: -ον (αὐλή), αυτός που κατοικεί στα βουνά, σε Ανθ.