ὀλιγάκις: Difference between revisions
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
(3b) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὀλῐγάκις:''' adv. нечасто, редко (ὀ. καὶ [[ὀλιγαχοῦ]] Arst.). | |elrutext='''ὀλῐγάκις:''' adv. нечасто, редко (ὀ. καὶ [[ὀλιγαχοῦ]] Arst.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὀλῐγά˘κῐς, αδϝ. [[ὀλίγος]]<br />but few times, [[seldom]], Eur., Thuc., etc. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:50, 10 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ], Adv.
A but few times, seldom, Hp.VM9, Epid.1.26. δ', E.Or.393, Th.6.38, Pl. Phlb.52c, etc. ; ὀ. καὶ ὀλιγαχοῦ Arist.Rh.1404b29 :—a form ὀλιγάκι is cited in EM172.6.
German (Pape)
[Seite 319] wenige Male, selten; Eur. Or. 387; Thuc. 6, 38; Ggstz von πολλάκις, Plat. Phil. 52 b, öfter; Dem. 12, 11 (epist. Phil.)
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγάκῐς: [ᾰ], Ἐπίρρ. (ὀλίγος) ὀλίγας μόνον φοράς, σπανίως, ἀντίθετ. τῷ πολλάκις, Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρικ. 11, Εὐρ. Ὀρ. 393, Θουκ. 6. 38, Πλάτ., κτλ.· ὀλ. καὶ ὀλιγαχοῦ Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 5. 2) σπανίως ἐπὶ θετικῆς σημασίας, ἐνίοτε, ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ πρῶτον 976· -τύπος τις ὀλιγάκι μνημονεύεται ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 172. 5.
French (Bailly abrégé)
adv.
peu souvent, rarement.
Étymologie: ὀλίγος, -ακις.
Greek Monolingual
(Α ὀλιγάκις και ὀλιγάκι)
επίρρ. λίγες φορές, από καιρό σε καιρό, σπάνια («δι' αὐτὰ ἡ πόλις ἡμῶν ὀλιγάκις μὲν ἡσυχάζει», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλίγος + επιρρμ. κατάλ. -άκις (πρβλ. πολλ-άκις, συχν-άκις)].
Greek Monotonic
ὀλῐγάκῐς: [ᾰ], επίρρ. (ὀλίγος), λίγες μόνο φορές, σπανίως, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ὀλῐγάκις: adv. нечасто, редко (ὀ. καὶ ὀλιγαχοῦ Arst.).
Middle Liddell
ὀλῐγά˘κῐς, αδϝ. ὀλίγος
but few times, seldom, Eur., Thuc., etc.