παρανόμημα: Difference between revisions
Νύμφη δ' ἄπροικος οὐκ ἔχει παρρησίαν → Sine dote nupta ius loquendi non habet → Doch ohne Mitgift hat die Braut kein Rederecht
(nl) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=παρανόμημα -ατος, τό [παρανομέω] wetsovertreding, onrecht. | |elnltext=παρανόμημα -ατος, τό [παρανομέω] wetsovertreding, onrecht. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[παρανόμημα]], ατος, τό,<br />an [[illegal]] act, [[transgression]], Thuc. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:05, 10 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A unlawful act, transgression, Th.7.18, Chrysipp.Stoic.3.71, Plb.23.10.2 (pl.), Plu.Cat.Mi.47 (pl.), Porph.Abst.1.2 (pl.), POxy.1119.10 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 491] τό, gesetzwidrige Handlung; Thuc. 7, 18; Pol. 24, 8; oft Plut.
Greek (Liddell-Scott)
παρανόμημα: τό, παράνομος πρᾶξις, παράνομος διαγωγή, παράβασις, ἁμαρτία, Θουκ. 7. 18, Πολύβ. 24. 8, 2, Πλουτ. Κάτων Νεώτερ. 47.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
acte contraire à la loi ou à la justice, illégalité, méfait.
Étymologie: παρανομέω.
Greek Monolingual
τὸ, ΝΜΑ παρανομώ
το αποτέλεσμα του παρανομώ, πράξη αντίθετη με αυτά που ορίζει ο νόμος, ανόμημα, παρανομία.
Greek Monotonic
παρανόμημα: τό, παράνομη πράξη, παρανομία, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
παρανόμημα: ατος τό противозаконный поступок, беззаконие Thuc., Polyb., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρανόμημα -ατος, τό [παρανομέω] wetsovertreding, onrecht.
Middle Liddell
παρανόμημα, ατος, τό,
an illegal act, transgression, Thuc.