περικίων: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294
(3b)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''περικίων:''' 2, gen. ονος (κῑ) окруженный колоннами ([[ναός]] Soph.).
|elrutext='''περικίων:''' 2, gen. ονος (κῑ) окруженный колоннами ([[ναός]] Soph.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=περῑκίων, ον,<br />surrounded with pillars, Eur.
}}
}}

Revision as of 05:30, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικῑων Medium diacritics: περικίων Low diacritics: περικίων Capitals: ΠΕΡΙΚΙΩΝ
Transliteration A: perikíōn Transliteration B: perikiōn Transliteration C: perikion Beta Code: periki/wn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A surrounded with pillars, θάλαμοι E.Fr.369.5 (lyr.) ; περικίονας ναούς (Elmsl. for ναοῦ or ναῶν) Id.IT405 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 579] ονος, wie περίστυλος, mit Säulen umgeben, u. subst. ὁ u. ἡ, Säulengang, Gallerie, Eur. frg. Erechth. 13, 7.

Greek (Liddell-Scott)

περικίων: [ῑ], -ον, ὁ ἔχων πέριξ κίονας, περίστυλος, «εἴποις δ’ ἂν τὸν περίστυλον τόπον καὶ περικίονα (καὶ γὰρ στῦλος καὶ κίων ὀνομάζεται)» (Σχολ.), περικίοσι θαλάμοις Εὐρ. Ἀποσπ. 370. 7· περικίονας ναοὺς (κατὰ τὸν Elmsl. ἀντὶ ναῶν) ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 405, πρβλ. ἀμφικίων.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
entouré de colonnes.
Étymologie: περί, κιών¹.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που περιβάλλεται από σειρά κιόνων, ο περίστυλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κίων, -ονος (πρβλ. αμφι-κίων)].

Greek Monotonic

περικίων: [ῑ], -ον, αυτός που περιβάλλεται με κίονες, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

περικίων: 2, gen. ονος (κῑ) окруженный колоннами (ναός Soph.).

Middle Liddell

περῑκίων, ον,
surrounded with pillars, Eur.