περιφύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
(6)
 
(1ba)
 
Line 1: Line 1:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιφύομαι:''' Παθ., με Μέσ. μέλ. -φύσομαι [ῡ]· Ενεργ. παρακ. <i>περιπέφῡκα</i>, Επικ. <i>-πέφῠα</i>· Ενεργ. αόρ. βʹ <i>περιέφῡν</i>, απαρ. <i>περιφῦναι</i>, μτχ. -[[φύς]] [ῡ], σε μεταγεν. συγγραφείς, επίσης με Παθ. απαρ. και μτχ. <i>περιφῠῆναι</i> και <i>-φῠείς</i>·<br /><b class="num">1.</b> αναπτύσσομαι [[ολόγυρα]], [[περιφύομαι]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[εναγκαλίζομαι]], προσκολλώμαι σε, με δοτ. ή απόλ., στο ίδ.· ομοίως λέγεται για υποδήματα, <i>περιέφυσαν Περσικαί τινι</i>, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''περιφύομαι:''' Παθ., με Μέσ. μέλ. -φύσομαι [ῡ]· Ενεργ. παρακ. <i>περιπέφῡκα</i>, Επικ. <i>-πέφῠα</i>· Ενεργ. αόρ. βʹ <i>περιέφῡν</i>, απαρ. <i>περιφῦναι</i>, μτχ. -[[φύς]] [ῡ], σε μεταγεν. συγγραφείς, επίσης με Παθ. απαρ. και μτχ. <i>περιφῠῆναι</i> και <i>-φῠείς</i>·<br /><b class="num">1.</b> αναπτύσσομαι [[ολόγυρα]], [[περιφύομαι]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[εναγκαλίζομαι]], προσκολλώμαι σε, με δοτ. ή απόλ., στο ίδ.· ομοίως λέγεται για υποδήματα, <i>περιέφυσαν Περσικαί τινι</i>, σε Αριστοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. mid. -φύσομαι perf. act. περιπέφῡκα, epic -πέφῠα aor2 act. περιέφῡν inf. περιφῦναι [[part]]. -φύς and -φῠείς inf. [[pass]]. περιφῠῆναι [[part]]. [[pass]]. -φῠείς<br /><b class="num">1.</b> Pass., to [[grow]] [[round]] [[about]], Od.<br /><b class="num">2.</b> of persons, to [[grow]] [[round]], cling to, c. dat. or absol., Od.; so of shoes, περιέφυσαν Περσικαί τινι Ar.
}}
}}

Latest revision as of 05:35, 10 January 2019

Greek Monotonic

περιφύομαι: Παθ., με Μέσ. μέλ. -φύσομαι [ῡ]· Ενεργ. παρακ. περιπέφῡκα, Επικ. -πέφῠα· Ενεργ. αόρ. βʹ περιέφῡν, απαρ. περιφῦναι, μτχ. -φύς [ῡ], σε μεταγεν. συγγραφείς, επίσης με Παθ. απαρ. και μτχ. περιφῠῆναι και -φῠείς·
1. αναπτύσσομαι ολόγυρα, περιφύομαι, σε Ομήρ. Οδ.
2. λέγεται για πρόσωπα, εναγκαλίζομαι, προσκολλώμαι σε, με δοτ. ή απόλ., στο ίδ.· ομοίως λέγεται για υποδήματα, περιέφυσαν Περσικαί τινι, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

fut. mid. -φύσομαι perf. act. περιπέφῡκα, epic -πέφῠα aor2 act. περιέφῡν inf. περιφῦναι part. -φύς and -φῠείς inf. pass. περιφῠῆναι part. pass. -φῠείς
1. Pass., to grow round about, Od.
2. of persons, to grow round, cling to, c. dat. or absol., Od.; so of shoes, περιέφυσαν Περσικαί τινι Ar.